- ἑκάσταις
- ἕκαστοςeachfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόγονος — η, ο (Α ὁμόγονος, ον) νεοελλ. βοτ. αυτός που έχει άνθη ενός είδους τών οποίων τα αρσενικά και θηλυκά όργανα είναι ίσου μήκους αρχ. 1. ομογενής («οἱ ἀπὸ μητρὸς αὐτῷ ὁμόγονοι», Ξεν.) 2. παρόμοιος («τὸ αἰσθητὸν γένος τούτων ἐκάσταις ὁμόγονον»,… … Dictionary of Greek
συνοικειώνω — συνοικειῶ, όω, ΝΑ εξοικειώνω κάτι ή κάποιον με κάτι, εθίζω κάποιον σε κάτι αρχ. 1. προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο («συνοικειοῡντες τὰ σώματα ταῑς ὥραις ἑκάσταις», Λουκιαν.) 2. κάνω κάτι καταληπτό, κατανοητό 3. (σχετικά με αλληγορίες) συνταυτίζω 4.… … Dictionary of Greek